τρύχω — Α 1. καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ, φθείρω, καταστρέφω («τρύχουσι δὲ οἶκον» κατασπαταλούν την περιουσία, Ομ. Οδ.) 2. μτφ. α) βασανίζω, ταλαιπωρώ (α. «τρύχει τά νουσήματα», Ιπποκρ. β. «γᾱ φθίνουσα τρύχει ψυχάν», Σοφ.) β) (με γεν.) ταλαιπωρώ κάποιον… … Dictionary of Greek
печальныи — (275) пр. 1.Опечаленный, огорченный, скорбящий: кн҃зь всѣволодъ побеже въ ноць. ѹтаивъсѧ из новагорода… новгородьци же печѧльни быша о томь. ЛН XIII2, 94 об. (1222); ˫ависѧ [Христос] ап҃ломъ своимъ по воскр҃нии печальномъ сѹщемъ и премѣни скорбь… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πολύθηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά θηρία, πολλά άγρια ζώα 2. (συν. ως προσωνυμία τής Δικτύννης) πολύ ικανός κυνηγός («οὐδ ἀμφὶ τὰν πολύθηρον Δίκτυνναν ἀμπλακίαις... τρύχει», Ιπποκρ.) 3. αυτός που ψαρεύει πολλά ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θηρος (< … Dictionary of Greek
τρύσκω — Α (κατά τον Ησύχ.) (στο γ εν.) τρύσκει «τρύχει, ξηραίνει». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με το ρ. τρύω] … Dictionary of Greek
ter-3, terǝ- and teri-, trī- — ter 3, terǝ and teri , trī English meaning: to rub Deutsche Übersetzung: “reiben; drehend reiben” (from which “drehen”), “(reibend) durchbohren” Note: also teru : treu (extended with b, g, gh, ĝh, k, p); here ter 2 “tender” (eig … Proto-Indo-European etymological dictionary